τέκνετρο(ν)

τέκνετρο(ν)
το, Ν
(ηλεκτρον.) ραβδόμορφος ημιαγωγός που μοιάζει με ηλεκτρονική λυχνία και τού οποίου το ένα άκρο είναι η κάθοδος και το άλλο άκρο η άνοδος, ενώ το μέσο του είναι πολύ λεπτό και περιβάλλεται από ηλεκτρόδιο που λειτουργεί όπως και το οδηγό πλέγμα μιας τριόδου ηλεκτρονικής λυχνίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”